τερηδόνα

τερηδόνα
próchnica (f) rzecz.

Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… …   Dictionary of Greek

  • τερηδόνα — η 1. έντομο που κατατρώει τα ξύλα, σαράκι. 2. μικροσκοπικό μαλάκιο που κατατρώει τα ξύλα των πλοίων. 3. πάθηση των δοντιών, που καταστρέφει την αδαμαντίνη και οδοντίνη τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τερηδόνα — τερηδών wood worm fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερηδονίζομαι — ΝΑ [τερηδών, όνος] 1. (για ξύλο) κατατρώγομαι από την τερηδόνα, σαρακιάζω 2. (για οστά και δόντια) υφίσταμαι φθορά από την τερηδόνα …   Dictionary of Greek

  • δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • επισφακέλισις — ἐπισφακέλισις, ἡ (Α) το αποτέλεσμα τού επισφακελίζω*, σήψη, φλόγωση, τερηδόνα, γαγγραίνιασμα …   Dictionary of Greek

  • κουφάλα — η (Μ κουφάλα) κοίλωμα, βαθούλωμα σε κορμό δέντρου ή σε βράχο νεοελλ. 1. κοιλότητα τού δοντιού η οποία προέρχεται από τερηδόνα 2. γυναίκα τού δρόμου, πόρνη μσν. υπόγεια σήραγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούφος (Ι) + άλα (πρβλ. κρεμ άλα, φουσκ άλα)] …   Dictionary of Greek

  • μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • οδοντοπώμασμα — το φαρμακευτικό μίγμα που χρησιμοποιείται για να φράζονται οι κοιλότητες τών δοντιών οι οποίες προκαλούνται από την τερηδόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + πώμασμα, αντί πωμάτισμα, από το ρ. πωματίζω (κατά τα παρ. σε ασμα από ρ. σε άζω: μοιράζω… …   Dictionary of Greek

  • οδοντοσφράγιση — η σφράγισμα τού δοντιού με μεταλλική ή πλαστική ύλη που γίνεται προκειμένου ν αποφευχθεί η ευρύτερη καταστροφή του από την τερηδόνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”